ἔπραξα

ἔπραξα
πράσσω
pass through
aor ind act 1st sg
ἔπρᾱξα , πράσσω
pass through
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πράττω — έπραξα, πράχτηκα, πραγμένος, κάνω, εκτελώ, πραγματοποιώ κάτι: Πράττω το καθήκον μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔπραξ' — ἔπραξα , πράσσω pass through aor ind act 1st sg ἔπρᾱξα , πράσσω pass through aor ind act 1st sg ἔπραξε , πράσσω pass through aor ind act 3rd sg ἔπρᾱξε , πράσσω pass through aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράττω — πράττω, έπραξα βλ. πίν. 27 Σημειώσεις: πράττω : σε στερεότυπες κυρίως εκφρ., όπως: καλώς έπραξες. Η λόγια παθητική μτχ. παρακειμένου έχει επιβιώσει ως ουσιαστικό (τα πεπραγμένα για πράξεις και αποφάσεις συμβουλίου, οργάνου κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φέρω — και φέρνω έφερα, φέρθηκα, φερμένος 1. μτβ., σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω, υποβαστάζω: Φέρνει τη στάμνα στον ώμο του. 2. έχω κάτι πάνω μου ή από τη φύση μου ή ως εξάρτημα ή γραμμένο, και γενικά έχω: Τα ζώα που φέρουν κέρατα λέγονται κερασφόρα. –… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”